- αδιαμέριστος
- -η, -οαυτός που δε διαμερίστηκε ή δε διαμερίζεται, αδιαίρετος: Το ρωμαϊκό κράτος ήταν ακόμη ενιαίο, αδιαμέριστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαμέριστος — η, ο (Μ ἀδιαμέριστος, ον) [διαμερίζω] αυτός που δεν διαμερίστηκε, αδιαμέλιστος, αμοίραστος, αδιαίρετος … Dictionary of Greek
ἀδιαμέριστον — ἀδιαμέριστος masc/fem acc sg ἀδιαμέριστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαμέριστοι — ἀδιαμέριστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)